- αΐλανθος
- (ailanthus). Γένος φυτών της οικογένειας των σιμαρουβιδών. Το πιο διαδεδομένο είδος του, ο α. ο αδενώδης, γνωστό με την κοινή ονομασία βρωμόδεντροβρωμούσα (τα φύλλα του όταν τρίβονται αναδίδουν μια δυσάρεστη οσμή), είναι κινεζικής καταγωγής και εισήχθη στην Ευρώπη στα μέσα του 19ου αι. Στην Ελλάδα εισήχθη την περίοδο του Όθωνα. Χρησιμοποιείται για αναδασώσεις, επειδή αναπτύσσεται πολύ γρήγορα, ακόμα και σε άγρια κατάσταση, με παραφυάδες· έχει ωραίο φύλλωμα και αντέχει στο κρύο, στην ξηρασία, στα καυσαέρια και στη σκόνη. Έχει φύλλα επαλλάσσοντα, φτερωτά, περιττόληκτα και άνθη μικρά, κοκκινωπά, που σχηματίζουν αραιούς αλλά εντυπωσιακούς στάχεις. Ο καρπός αποτελείται από ωοειδές σπέρμα το οποίο περιβάλλεται από μεμβρανώδες μακρουλό πτερύγιο. Μια ποικιλία του, ο α. ο κρεμοκλαδής, καλλιεργείται στους κήπους ως καλλωπιστικό.
Κλαδί αΐλανθου με άνθη (1) και καρπούς (2).
Οι αΐλανθοι αναπτύσσονται γρήγορα και μπορεί να φτάσουν σε ύψος έως 30 μ.
Dictionary of Greek. 2013.